Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adozióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adotˈtsjone]

1 παραδοχή
2 εγκόλπωση
3 υιοθεσία
4 υιοθέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adottivo adragante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adottante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
adottare (ρ. μτβ.)
adottato (αρσ. επίθ και ουσ)
adottazione (θηλ.ουσ)
adottivo (επίθ.)
adozione (θηλ.ουσ)
adragante (ουσ αρσ )
adrenalina (θηλ.ουσ)
adrenergico (επίθ.)
adsorbimento (ουσ αρσ )
adsorbire (ρ. μτβ.)
adulare (ρ. μτβ.)
adulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adulatorio (επίθ.)
adulazione (θηλ.ουσ)
adultera (θηλ.ουσ)
adulterabile (επίθ.)
adulteramento (ουσ αρσ )
adulterante (ουσ αρσ )
adulterante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---