Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adulteràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adulteˈrabile]

ικανός να νοθεύσει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adultera adulteramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adulare (ρ. μτβ.)
adulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adulatorio (επίθ.)
adulazione (θηλ.ουσ)
adultera (θηλ.ουσ)
adulterabile (επίθ.)
adulteramento (ουσ αρσ )
adulterante (ουσ αρσ )
adulterante (επίθ.)
adulterare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adulterato (επίθ.)
adulteratore (ουσ αρσ )
adulterazione (θηλ.ουσ)
adulterino (επίθ.)
adulterio (ουσ αρσ )
adultero (αρσ. επίθ και ουσ)
adulto (ουσ αρσ )
adulto (επίθ.)
adunamento (ουσ αρσ )
adunanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---