Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adùltero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdultero]

1 άπιστος
2 άντρας που διαπράττει μοιχεία
3 μοιχός
4 νοθευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adulterio adulto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adulterato (επίθ.)
adulteratore (ουσ αρσ )
adulterazione (θηλ.ουσ)
adulterino (επίθ.)
adulterio (ουσ αρσ )
adultero (αρσ. επίθ και ουσ)
adulto (ουσ αρσ )
adulto (επίθ.)
adunamento (ουσ αρσ )
adunanza (θηλ.ουσ)
adunare (ρ. μτβ.)
adunarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adunata (θηλ.ουσ)
adunco (επίθ.)
adunghiare (ρ. μτβ.)
adunque (ουσ αρσ )
adusto (επίθ.)
aedo (ουσ αρσ )
aeraggio (ουσ αρσ )
aerare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---