Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adùnque  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdunkwe]

1 άρα
2 ώστε
3 λοιπόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adunghiare adusto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adunare (ρ. μτβ.)
adunarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adunata (θηλ.ουσ)
adunco (επίθ.)
adunghiare (ρ. μτβ.)
adunque (ουσ αρσ )
adusto (επίθ.)
aedo (ουσ αρσ )
aeraggio (ουσ αρσ )
aerare (ρ. μτβ.)
aerato (αρσ. επίθ και ουσ)
aeratore (ουσ αρσ )
aerazione (θηλ.ουσ)
aere (ουσ αρσ )
aereo (ουσ αρσ )
aereo (επίθ.)
aeriforme (ουσ αρσ )
aeriforme (επίθ.)
aerobase (θηλ.ουσ)
aerobica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---