Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaèreo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈɛreo] το αεροπλάνο aèreo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aˈɛreo] 1 του αέρα 2 αεροπορικός 3 από αέρος 4 εναέριος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαper via aerea = αεροπορικώς || posta [θηλ.] aerea = αεροπορικώς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |