Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aeròbio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aeˈrɔbjo]

αερόβιο (μικρόβιο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aerobica aerobrigata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aereo (επίθ.)
aeriforme (ουσ αρσ )
aeriforme (επίθ.)
aerobase (θηλ.ουσ)
aerobica (θηλ.ουσ)
aerobio (αρσ. επίθ και ουσ)
aerobrigata (θηλ.ουσ)
aerobus (ουσ αρσ )
aerocentro (ουσ αρσ )
aerocisterna (θηλ.ουσ)
aeroclub (ουσ αρσ )
aerodina (θηλ.ουσ)
aerodinamica (θηλ.ουσ)
aerodinamicità (θηλ.ουσ)
aerodinamico (επίθ.)
aerodromo (ουσ αρσ )
aerofagia (θηλ.ουσ)
aerofaro (ουσ αρσ )
aerofito (επίθ.)
aerofobia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---