Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aeròfito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aeˈrɔfito]

1 αερόβιο φυτό
2 αερόφυτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aerofaro aerofobia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aerodinamicità (θηλ.ουσ)
aerodinamico (επίθ.)
aerodromo (ουσ αρσ )
aerofagia (θηλ.ουσ)
aerofaro (ουσ αρσ )
aerofito (επίθ.)
aerofobia (θηλ.ουσ)
aerofono (ουσ αρσ )
aerofotografia (θηλ.ουσ)
aerofotografico (επίθ.)
aerofotogramma (ουσ αρσ )
aerofotogrammetria (θηλ.ουσ)
aerofreno (ουσ αρσ )
aerogetto (ουσ αρσ )
aerografo (ουσ αρσ )
aerolinea (θηλ.ουσ)
aerolito (ουσ αρσ )
aerologia (θηλ.ουσ)
aerologo (ουσ αρσ )
aeromarittimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---