Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaerofotogrammetrìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,aerofotogrammeˈtria] 1 φωτογραμμετρία 2 χωρογράφηση από αέρος 3 αεροφωτογραμμετρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |