Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaerofàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,aeroˈfaro] 1 ραδιοφάρος αεροσκαφών 2 αεροφάρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |