Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàerobus, aèrobus
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈaerobus], [aˈɛrobus] αεροσκάφος επιβατηγό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |