ItalianoGreco


aeràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aeˈrato]

1 εναέριος
2 εξαερισμένος
3 εκτελούμενος στον αέρα
4 αερισμένος
5 αέριος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---