Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aeràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aeˈradʤo]

1 εξαερισμός
2 αερισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aedo aerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adunco (επίθ.)
adunghiare (ρ. μτβ.)
adunque (ουσ αρσ )
adusto (επίθ.)
aedo (ουσ αρσ )
aeraggio (ουσ αρσ )
aerare (ρ. μτβ.)
aerato (αρσ. επίθ και ουσ)
aeratore (ουσ αρσ )
aerazione (θηλ.ουσ)
aere (ουσ αρσ )
aereo (ουσ αρσ )
aereo (επίθ.)
aeriforme (ουσ αρσ )
aeriforme (επίθ.)
aerobase (θηλ.ουσ)
aerobica (θηλ.ουσ)
aerobio (αρσ. επίθ και ουσ)
aerobrigata (θηλ.ουσ)
aerobus (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---