Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadulteràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adulteˈrato] 1 έμπειρος και γνώστης 2 σύνθετος 3 πολύπειρος 4 πονηρεμένος 5 εξεζητημένος 6 νοθευμένος 7 ραφινάτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |