Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadultèrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adulˈtɛrjo] 1 κεράτωμα 2 απιστία 3 μοιχεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |