Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adulteratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adulteraˈtore]

1 μοιχός
2 αυτός που νοθεύει
3 (femminile) μοιχαλίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adulterato adulterazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adulteramento (ουσ αρσ )
adulterante (ουσ αρσ )
adulterante (επίθ.)
adulterare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adulterato (επίθ.)
adulteratore (ουσ αρσ )
adulterazione (θηλ.ουσ)
adulterino (επίθ.)
adulterio (ουσ αρσ )
adultero (αρσ. επίθ και ουσ)
adulto (ουσ αρσ )
adulto (επίθ.)
adunamento (ουσ αρσ )
adunanza (θηλ.ουσ)
adunare (ρ. μτβ.)
adunarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adunata (θηλ.ουσ)
adunco (επίθ.)
adunghiare (ρ. μτβ.)
adunque (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---