Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadulterànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adulteˈrante] 1 μοιχός 2 παραποιητής 3 νοθευτής adulterànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adulteˈrante] 1 νοθεύων 2 νοθευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |