Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadulatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [adulaˈtore] 1 λιβανιστής 2 κόφτης 3 τσάτσος 4 πινακογλείφτης 5 κομπλιμεντόζος 6 γαλίφης 7 κόλακας 8 γλειψιματίας 9 γλείφτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |