Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adulatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [adulaˈtore]

1 λιβανιστής
2 κόφτης
3 τσάτσος
4 πινακογλείφτης
5 κομπλιμεντόζος
6 γαλίφης
7 κόλακας
8 γλειψιματίας
9 γλείφτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adulare adulatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adrenalina (θηλ.ουσ)
adrenergico (επίθ.)
adsorbimento (ουσ αρσ )
adsorbire (ρ. μτβ.)
adulare (ρ. μτβ.)
adulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adulatorio (επίθ.)
adulazione (θηλ.ουσ)
adultera (θηλ.ουσ)
adulterabile (επίθ.)
adulteramento (ουσ αρσ )
adulterante (ουσ αρσ )
adulterante (επίθ.)
adulterare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adulterato (επίθ.)
adulteratore (ουσ αρσ )
adulterazione (θηλ.ουσ)
adulterino (επίθ.)
adulterio (ουσ αρσ )
adultero (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---