Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈdito]

1 άδεια εισόδου
2 προσπέλαση
3 δρόμος
4 είσοδος
5 προσέλευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adire adocchiamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare adito a pettegolezzi = δίνω λαβή για σχόλια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adiposità (θηλ.ουσ)
adiposo (αρσ. επίθ και ουσ)
adirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adirato (επίθ.)
adire (ρ. μτβ.)
adito (επίθ.)
adocchiamento (ουσ αρσ )
adocchiare (ρ. μτβ.)
adolescente (ουσ αρσ και θηλ.)
adolescente (επίθ.)
adolescenza (θηλ.ουσ)
adombrabile (επίθ.)
adombramento (ουσ αρσ )
adombrare (ρ. μτβ.)
adombrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adone (ουσ αρσ )
adontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adoperabile (επίθ.)
adoperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adoperarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---