Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adocchiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adokkjaˈmento]

1 ρίξιμο ματιάς
2 παρατήρηση
3 βλέμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adito adocchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adiposo (αρσ. επίθ και ουσ)
adirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adirato (επίθ.)
adire (ρ. μτβ.)
adito (επίθ.)
adocchiamento (ουσ αρσ )
adocchiare (ρ. μτβ.)
adolescente (ουσ αρσ και θηλ.)
adolescente (επίθ.)
adolescenza (θηλ.ουσ)
adombrabile (επίθ.)
adombramento (ουσ αρσ )
adombrare (ρ. μτβ.)
adombrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adone (ουσ αρσ )
adontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adoperabile (επίθ.)
adoperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adoperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adorabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---