Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadocchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adokkjaˈmento] 1 ρίξιμο ματιάς 2 παρατήρηση 3 βλέμμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |