Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadolescènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [adoleʃˈʃɛnte] ο/η έφηβος adolescènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adoleʃˈʃɛnte] εφηβικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |