Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àdipe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈadipe]

1 λίπος
2 άλειμμα
3 πάχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adinamia adipico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adiatermano (επίθ.)
adiattinico (επίθ.)
adibire (ρ. μτβ.)
adimensionale (επίθ.)
adinamia (θηλ.ουσ)
adipe (ουσ αρσ )
adipico (επίθ.)
adiposi (θηλ.ουσ)
adiposità (θηλ.ουσ)
adiposo (αρσ. επίθ και ουσ)
adirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adirato (επίθ.)
adire (ρ. μτβ.)
adito (επίθ.)
adocchiamento (ουσ αρσ )
adocchiare (ρ. μτβ.)
adolescente (ουσ αρσ και θηλ.)
adolescente (επίθ.)
adolescenza (θηλ.ουσ)
adombrabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---