Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adesìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adeˈzivo]

αυτοκόλλητο

adesìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adeˈzivo]

αυτοκόλλητο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adesività adespoto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nastro [αρσ.] adesivo = η κολλητή ταινία, το σελοτέιπ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)
adiacente (επίθ.)
adiacenza (θηλ.ουσ)
adiatermano (επίθ.)
adiattinico (επίθ.)
adibire (ρ. μτβ.)
adimensionale (επίθ.)
adinamia (θηλ.ουσ)
adipe (ουσ αρσ )
adipico (επίθ.)
adiposi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---