Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadesìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adeˈzivo] αυτοκόλλητο adesìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adeˈzivo] αυτοκόλλητο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnastro [αρσ.] adesivo = η κολλητή ταινία, το σελοτέιπ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |