Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adescàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adesˈkare]

1 αποπλανώ (άντρα) σαν πόρνη
2 ψαρεύω πελάτη (για πόρνη)
3 μαγεύω
4 προσελκύω
5 θέλγω
6 μαγγανεύω
7 διαφθείρω
8 γεμίζω (όπλο-αντλία κλπ)
9 γητεύω
10 αποπλανώ
11 προσπαθώ να αποπλανήσω
12 δελεάζω
13 δελεάζω με κακό σκοπό
14 πλησιάζω με παράκληση
15 σαγηνεύω
16 γοητεύω
17 διπλαρώνω
18 παγιδεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adescamento adescatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)
adiacente (επίθ.)
adiacenza (θηλ.ουσ)
adiatermano (επίθ.)
adiattinico (επίθ.)
adibire (ρ. μτβ.)
adimensionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---