Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adescàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adesˈkabile]

που μπορεί να αποπλανηθεί ή να μαγευτεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adermina adescamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)
adiacente (επίθ.)
adiacenza (θηλ.ουσ)
adiatermano (επίθ.)
adiattinico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---