Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaderènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [adeˈrɛnte] 1 κολλητός (-ή, -ό) 2 (camicia, gonna) εφαρμοστός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |