Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aderènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [adeˈrɛnte]

1 κολλητός (-ή, -ό)
2 (camicia, gonna) εφαρμοστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adepto aderenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adenoide (επίθ.)
adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )
adenopatia (θηλ.ουσ)
adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---