Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aderènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adeˈrɛntsa]

1 συγκόλληση
2 συμφωνία
3 προσκόλληση
4 γνωριμίες
5 σύμφυση
6 κόλλημα
7 δεσμός
8 προσχώρηση
9 υποστήριξη
10 εφαρμογή
11 επαφές
12 δέσιμο
13 αποδοχή
14 διασυνδέσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aderente aderire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )
adenopatia (θηλ.ουσ)
adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)
adiacente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---