Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adémpiere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aˈdempjere]

1 επιτυγχάνω
2 επιτελώ
3 συνεχίζω μέχρι το τέλος
4 ικανοποιώ
5 πληρώ
6 φέρνω σε πέρας
7 εκτελώ
8 αποτελειώνω
9 εκπληρώνω
10 περατώνω

adémpiersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aˈdempjersi]

επαληθεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adempibile adempimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adeguarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adeguatezza (θηλ.ουσ)
adeguato (αρσ. επίθ και ουσ)
adelfia (θηλ.ουσ)
adempibile (επίθ.)
adempiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adempiersi (ρ. μ. αμτβ.)
adempimento (ουσ αρσ )
adempire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adenite (θηλ.ουσ)
adenoide (θηλ.ουσ)
adenoide (επίθ.)
adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )
adenopatia (θηλ.ουσ)
adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---