Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadeguaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adegwaˈmento] 1 αντιστάθμιση 2 ισορρόπηση 3 εξομάλυνση 4 ρύθμιση 5 προσαρμογή 6 εξισορρόπηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |