Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addùrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adˈdurre]

1 παραθέτω
2 κάνω τιμητική αναφορά
3 φέρνω σαν παράδειγμα
4 προτείνω
5 φέρνω μαζί
6 προσκομίζω
7 προσάγω
8 ισχυρίζομαι
9 συνιστώ
10 εισάγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adducibile adduttore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addottrinamento (ουσ αρσ )
addottrinare (ρ. μτβ.)
addottrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinato (επίθ.)
adducibile (επίθ.)
addurre (ρ. μτβ.)
adduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
adduzione (θηλ.ουσ)
ade (ουσ αρσ )
adeguabile (επίθ.)
adeguamento (ουσ αρσ )
adeguare (ρ. μτβ.)
adeguarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adeguatezza (θηλ.ουσ)
adeguato (αρσ. επίθ και ουσ)
adelfia (θηλ.ουσ)
adempibile (επίθ.)
adempiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adempiersi (ρ. μ. αμτβ.)
adempimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---