Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addottrinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [addottriˈnato]

πολυμαθής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addottrinarsi adducibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addottorare (ρ. μτβ.)
addottorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinamento (ουσ αρσ )
addottrinare (ρ. μτβ.)
addottrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinato (επίθ.)
adducibile (επίθ.)
addurre (ρ. μτβ.)
adduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
adduzione (θηλ.ουσ)
ade (ουσ αρσ )
adeguabile (επίθ.)
adeguamento (ουσ αρσ )
adeguare (ρ. μτβ.)
adeguarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adeguatezza (θηλ.ουσ)
adeguato (αρσ. επίθ και ουσ)
adelfia (θηλ.ουσ)
adempibile (επίθ.)
adempiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---