Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addòsso  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [adˈdɔsso]

επάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addossarsi addotto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere qualcosa addosso = φορώ κάτι || mettere gli occhi addosso a qualcuno = εχω κανέναν στο μάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)
addormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
addossare (ρ. μτβ.)
addossarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addosso (επίρ.)
addotto (επίθ.)
addottoramento (ουσ αρσ )
addottorare (ρ. μτβ.)
addottorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinamento (ουσ αρσ )
addottrinare (ρ. μτβ.)
addottrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinato (επίθ.)
adducibile (επίθ.)
addurre (ρ. μτβ.)
adduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
adduzione (θηλ.ουσ)
ade (ουσ αρσ )
adeguabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---