Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddòsso
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [adˈdɔsso] επάνω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere qualcosa addosso = φορώ κάτι || mettere gli occhi addosso a qualcuno = εχω κανέναν στο μάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |