Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addossàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addosˈsare]

1 αναθέτω φροντίδα
2 αναθέτω
3 επιβαρύνω
4 βάζω
5 διατάζω
6 επιφορτίζω
7 βάζω με την πλάτη κάτω
8 φορτώνω
9 ζεύω
10 ζαλώνω

addossàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [addosˈsarsi]

1 επιφορτίζομαι
2 επιβαρύνομαι
3 επωμίζομαι
4 συνωστίζομαι
5 φορτώνομαι
6 κείμαι
7 ακουμπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addormentatore addosso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addominale (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentare (ρ. μτβ.)
addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)
addormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
addossare (ρ. μτβ.)
addossarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addosso (επίρ.)
addotto (επίθ.)
addottoramento (ουσ αρσ )
addottorare (ρ. μτβ.)
addottorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinamento (ουσ αρσ )
addottrinare (ρ. μτβ.)
addottrinarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinato (επίθ.)
adducibile (επίθ.)
addurre (ρ. μτβ.)
adduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
adduzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---