Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addomesticàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addomestiˈkare]

1 εκπαιδεύω
2 καλλιεργώ
3 ημερώνω
4 δαμάζω
5 εξημερώνω

addomesticarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [addomestiˈkarsi]

1 γίνομαι περισσότερο κοινωνικός
2 εξοικειώνομαι
3 δαμάζομαι
4 εξημερώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addomesticamento addomesticato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addolorato (επίθ.)
addome (ουσ αρσ )
addomesticabile (επίθ.)
addomesticamento (ουσ αρσ )
addomesticare (ρ. μτβ.)
addomesticarsi (ρ.μ. (αντων.))
addomesticato (επίθ.)
addomesticatore (ουσ αρσ )
addominale (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentare (ρ. μτβ.)
addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)
addormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
addossare (ρ. μτβ.)
addossarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addosso (επίρ.)
addotto (επίθ.)
addottoramento (ουσ αρσ )
addottorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---