Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddoloràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [addoloˈrare] 1 στεναχωρώ 2 βασανίζω 3 θλίβω 4 πονώ 5 προκαλώ πόνο addolorarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [addoloˈrarsi] 1 ζητώ συγγνώμη 2 θλίβομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |