Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddolciménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [addolʧiˈmento] 1 καταπράυνση 2 μετριασμός 3 ελάφρυνση 4 γλύκανση 5 ανακούφιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |