ItalianoGreco


addobbàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addobˈbare]

1 διανθίζω
2 καλλωπίζω
3 γαρνίρω
4 αγλαΐζω
5 διακοσμώ
6 στολίζω
7 κοσμώ

addobbarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [addobˈbarsi]

1 ντύνομαι
2 καλλωπίζομαι
3 στολίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---