Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addolcitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [addolʧiˈtore]

αποσκληρυντική ουσία (νερού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addolcitivo addolorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addobbo (ουσ αρσ )
addolcimento (ουσ αρσ )
addolcire (ρ. μτβ.)
addolcirsi (ρ. μ. αμτβ.)
addolcitivo (επίθ.)
addolcitore (αρσ. επίθ και ουσ)
addolorare (ρ. μτβ.)
addolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addolorato (επίθ.)
addome (ουσ αρσ )
addomesticabile (επίθ.)
addomesticamento (ουσ αρσ )
addomesticare (ρ. μτβ.)
addomesticarsi (ρ.μ. (αντων.))
addomesticato (επίθ.)
addomesticatore (ουσ αρσ )
addominale (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentare (ρ. μτβ.)
addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---