Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addòme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adˈdɔme]

1 υπογάστριο
2 γαστήρ
3 κοιλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addolorato addomesticabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addolcitivo (επίθ.)
addolcitore (αρσ. επίθ και ουσ)
addolorare (ρ. μτβ.)
addolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addolorato (επίθ.)
addome (ουσ αρσ )
addomesticabile (επίθ.)
addomesticamento (ουσ αρσ )
addomesticare (ρ. μτβ.)
addomesticarsi (ρ.μ. (αντων.))
addomesticato (επίθ.)
addomesticatore (ουσ αρσ )
addominale (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentare (ρ. μτβ.)
addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)
addormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
addossare (ρ. μτβ.)
addossarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addosso (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---