Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadditìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [addiˈtivo] 1 πρόσθετο (χημικό κλπ) 2 προσθετέος 3 προσθήκη additìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [addiˈtivo] προσθετικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |