Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


additìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [addiˈtivo]

1 πρόσθετο (χημικό κλπ)
2 προσθετέος
3 προσθήκη

additìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [addiˈtivo]

προσθετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  additività addivenire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addirsi (ρ. μ. αμτβ.)
addirittura (επίρ.)
addirizzare (ρ. μτβ.)
additare (ρ. μτβ.)
additività (θηλ.ουσ)
additivo (ουσ αρσ )
additivo (επίθ.)
addivenire (ρ.αμτβ.)
addizionabile (επίθ.)
addizionale (θηλ.ουσ)
addizionale (επίθ.)
addizionare (ρ. μτβ.)
addizionatrice (θηλ.ουσ)
addizione (θηλ.ουσ)
addobbamento (ουσ αρσ )
addobbare (ρ. μτβ.)
addobbarsi (ρ.μ. (αντων.))
addobbato (επίθ.)
addobbatore (ουσ αρσ )
addobbo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---