ItalianoGreco


addiàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adˈdjatʧo]

1 προσωρινή κατασκήνωση
2 προσωρινό καταφύγιο
3 μαντρί
4 μάντρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z