Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adˈdetto] 1 πράκτορας 2 διπλωματικός ακόλουθος 3 αντιπρόσωπος 4 υπάλληλος addétto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adˈdetto] αρμόδιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |