Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddestraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [addestraˈmento] 1 κατάρτιση 2 παιδαγωγία 3 άσκηση 4 εκπαίδευση 5 εκγύμναση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |