Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addentraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [addentraˈmento]

1 εισχώρηση
2 διείσδυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addentellatura addentrarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addensatore (ουσ αρσ )
addentare (ρ. μτβ.)
addentatura (θηλ.ουσ)
addentellato (αρσ. επίθ και ουσ)
addentellatura (θηλ.ουσ)
addentramento (ουσ αρσ )
addentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addentro (επίθ.)
addestrabile (επίθ.)
addestramento (ουσ αρσ )
addestrare (ρ. μτβ.)
addestrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addestratore (ουσ αρσ )
addetto (ουσ αρσ )
addetto (επίθ.)
addì (επίρ.)
addiaccio (ουσ αρσ )
addietro (ουσ αρσ )
addio (επιφ.)
addirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---