Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addensatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [addensaˈtore]

1 πηκτική ουσία
2 ουσία αύξησης πυκνότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addensarsi addentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addendo (ουσ αρσ )
addensamento (ουσ αρσ )
addensante (αρσ. επίθ και ουσ)
addensare (ρ. μτβ.)
addensarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addensatore (ουσ αρσ )
addentare (ρ. μτβ.)
addentatura (θηλ.ουσ)
addentellato (αρσ. επίθ και ουσ)
addentellatura (θηλ.ουσ)
addentramento (ουσ αρσ )
addentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addentro (επίθ.)
addestrabile (επίθ.)
addestramento (ουσ αρσ )
addestrare (ρ. μτβ.)
addestrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addestratore (ουσ αρσ )
addetto (ουσ αρσ )
addetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---