Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddensatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [addensaˈtore] 1 πηκτική ουσία 2 ουσία αύξησης πυκνότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |