Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addèndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adˈdɛndo]

προσθετέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addebito addensamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adattazione (θηλ.ουσ)
adatto (επίθ.)
addebitabile (επίθ.)
addebitare (ρ. μτβ.)
addebito (ουσ αρσ )
addendo (ουσ αρσ )
addensamento (ουσ αρσ )
addensante (αρσ. επίθ και ουσ)
addensare (ρ. μτβ.)
addensarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addensatore (ουσ αρσ )
addentare (ρ. μτβ.)
addentatura (θηλ.ουσ)
addentellato (αρσ. επίθ και ουσ)
addentellatura (θηλ.ουσ)
addentramento (ουσ αρσ )
addentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addentro (επίθ.)
addestrabile (επίθ.)
addestramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---