Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddensaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [addensaˈmento] 1 συνωστισμός 2 συμπύκνωση 3 επισώρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |