ItalianoGreco


adattatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adattaˈtore]

1 αναμορφωτής έργου
2 διάταξη προσαρμογής
3 μονταδόρος
4 μετατροπέας
5 διασκευαστής
6 προσαρμογέας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---