Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adattàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adatˈtabile]

1 εύκολος και στρωτός
2 εύπλαστος
3 κατάλληλος
4 πρόσφορος
5 δεκτικός
6 ευπροσάρμοστος
7 προσαρμόσιμος
8 προσαρμοζόμενος
9 ευάρμοστος
10 εφαρμόσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Adamo adattabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adagio (επίρ.)
adamante (ουσ αρσ )
adamantino (επίθ.)
adamitico (επίθ.)
Adamo (ουσ αρσ )
adattabile (επίθ.)
adattabilità (θηλ.ουσ)
adattamente (επίρ.)
adattamento (ουσ αρσ )
adattare (ρ. μτβ.)
adattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adattativo (επίθ.)
adattatore (ουσ αρσ )
adattazione (θηλ.ουσ)
adatto (επίθ.)
addebitabile (επίθ.)
addebitare (ρ. μτβ.)
addebito (ουσ αρσ )
addendo (ουσ αρσ )
addensamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---