Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadamànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adaˈmante] 1 μπριγιάν 2 μπριγιάντι 3 μπριλάντι 4 διαμάντι 5 αδάμας 6 διαμαντόπετρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |