Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadacquatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [adakkwaˈtura] 1 άρδευση 2 πότισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |