Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adacquatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adakkwaˈtura]

1 άρδευση
2 πότισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adacquare adagetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )
acuto (επίθ.)
adacquamento (ουσ αρσ )
adacquare (ρ. μτβ.)
adacquatura (θηλ.ουσ)
adagetto (ουσ αρσ )
adagiare (ρ. μτβ.)
adagiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adagino (επίρ.)
adagio (ουσ αρσ )
adagio (επίρ.)
adamante (ουσ αρσ )
adamantino (επίθ.)
adamitico (επίθ.)
Adamo (ουσ αρσ )
adattabile (επίθ.)
adattabilità (θηλ.ουσ)
adattamente (επίρ.)
adattamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---